- μακιστήρ
- μακιστήρ, -ῆρος, ἡ (Α)1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.)2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μηκίζω < μῆκος + επίθημα -τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.